Τώρα που ο Κρόνος βρίσκεται στο ζώδιο του θανάτου, κρίνουμε σκόπιμο να
επαναδημοσιευσουμε παλιό φιλοσοφικό μας δοκίμιο πάνω στο ‘’Θάνατο’’ μιας τόσο ο
Κρόνος με τη σοβαρότητα του όσο και ο Σκορπιός με τη βαθύτητα του, ευνοούν την
επικαιροποιηση του.
«Να διαβάσω υπαρξιακή φιλοσοφία;
Μα εγώ τη ζω. Και την πεθαίνω»
Γουίλιαμ Χάλαχαν, Αναζητώντας τον
Ιωσήφ Τάλυ
«Der Tod ist
kein Ereignis des Lebens.
Den Tod erlebt
man nicht»*
Wittgenstein
Tractαtus 6.4311
*«Το Θάνατο δεν τον βιώνουμε ο
θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής».
«Sobald ein
Mensch zum Leben
kommt, sogleich
ist er alt genug zu ster-
ben»**
Der Ackermann aus Böhmen
** «Μόλις κάποιος έλθει στη ζωή,
είναι κιόλας αρκετά ηλικιωμένος για να πεθάνει».
Στην ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ της Υπαρξιακής Αναλυτικής(1) καθοριστικό ρόλο φαίνεται
να διαδραματίζει το αντιθετικό ζεύγος «αυθεντικότητα»-«αναυθεντικότητα» (2). Παρόλο
που ο ίδιος ο Heidegger τονίζει πως η διάκριση δεν έχει αξιολογική αλλά μόνο
οντολογική χροιά, εντούτοις η αποφυγή κάποιας δεοντολογίας και η παραμονή στο «ξηρό»
έδαφος της φαινομενολογικής διερεύνησης δεν φαίνεται, τουλάχιστον, εύκολη (3).
Σε άμεση συνάρτηση με το παραπάνω ζεύγος βρίσκονται και μια σειρά αναλύσεις του
για επιμέρους θέματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη, δηλαδή το Dasein (4),
όπως το πρόβλημα του θανάτου ή «η κλήση της συνείδησης».
Η προβληματική του θανάτου στον Heidegger φαίνεται να εστιάζεται γύρω
από τα εξής σημεία:
1. Ο θάνατος είναι η δυνατότητα εκείνη που, όταν πραγματοποιηθεί, το
Dasein ολοκληρώνεται χρονικά· η πρώτη δυνατότητα, η δυνατότητα της γέννησης, η
έσχατη δυνατότητα, η δυνατότητα του θανάτου. Όμως, η πραγματοποίηση αυτής της
δυνατότητας συνεπάγεται με τη σειρά της:
α. ολοκληρωτική εξαφάνιση του Dasein, στο βαθμό που παύει να είναι το Da
του Sein.
β. άρση κάθε άλλης δυνατότητας, μιας και η δυνατότητα συνδυάζεται άμεσα
με την εμπειρική ύπαρξη.
2. Ως δυνατότητα ο θάνατος διαφέρει από τις άλλες δυνατότητες του Dasein·
οι άλλες δυνατότητες του έχουν να κάνουν με κάποια όντα της καθημερινής ζωής με
τα οποία το Dasein συνδέεται μέσα στα πλαίσια της μεριμνάς του, είτε αυτή είναι
μέριμνα για άλλους ανθρώπους είτε μέριμνα για τη διατήρηση του ως ύπαρξης (5).
Οι άλλες δυνατότητες μπορούν:
α. να αποφευχθούν,
β. να συσχετισθούν μεταξύ τους,
γ. να θεωρηθούν ως αβέβαιες μέχρι να πραγματοποιηθούν.
Αντίθετα ο θάνατος είναι μια δυνατότητα βέβαιη, μη παρακάμψιμη, η μόνη
δυνατότητα του Dasein που δεν συνδέεται με κανένα άλλο ον παρά μόνο με τον ίδιο
τον εαυτό του, μιας και ακόμα κι αν πεθάνουμε για κάποιο άλλο άτομο πεθαίνουμε
μόνοι μας το θάνατο μας.
3. Η αναυθεντική ύπαρξη, η ύπαρξη δηλαδή που δεν έχει οικειοποιηθεί τον
εαυτό της (6), που ζει στη δικτατορία του «man» (7) προσπαθεί να βρει τρόπους: για
να γλυτώσει ακόμα κι από τη σκέψη του θανάτου, να τον «απωθήσει» (8) ακόμα κι
ως δυνατότητα. Οι τρόποι που συνήθως χρησιμοποιεί είναι:
α. η ενατένιση του θανάτου σαν μιας μακρινής, στο αχανές μέλλον
υπάρχουσας, δυνατότητας,
β. η προσπάθεια λησμονιάς του στα πλαίσια της καθημερινής μέριμνας (9),
γ. σε φιλοσοφικό επίπεδο η «παρηγοριά» πως ο θάνατος δεν είναι απόλυτα
βέβαιος, με το γνωστό σκεπτικό επιχείρημα πως ο θάνατος είναι μόνο πιθανός, μια
και μόνο εμπειρική βεβαιότητα επιτρέπεται να αποδοθεί σ' αυτόν και δεν υπάρχει
αποδεικτική βεβαιότητα (10).
4. Στο βαθμό που αυθεντικότητα σημαίνει: αδράχνω τον ίδιο μου τον εαυτό,
οικειοποιούμαι το «Εγώ» μου, παύοντας να είμαι «οι άλλοι», δηλαδή ο man, τότε ο
θάνατος, ως η κατ' εξοχήν δυνατότητα που είναι ασυσχέτιστη με άλλους, είναι η «βασιλική
οδός» για την αυθεντικότητα: οικειοποιούμενος τον εαυτό μου, οικειοποιούμαι και
τις δυνατότητες του, κυρίως εκείνη που με κάνει να είμαι πραγματικά ο εαυτός
μου, μιας και δεν. σχετίζεται με άλλους, με ο,τιδήποτε «έτερον εμού»· τη
δυνατότητα του θανάτου.
5. Όμως, τι ακριβώς σημαίνει «οικειοποιούμαι τη δυνατότητα»; Ο Heidegger
βρίσκεται πολύ μακριά από κάθε σκέψη που, προσπαθώντας να οικειοποιηθεί το
θάνατο, θέλει την ανθρώπινη ύπαρξη να μετατρέπει μόνη της τη δυνατότητα του
θανάτου σε πραγματικότητα, αντιτίθεται δηλαδή σε κάθε προσπάθεια «φιλοσοφικού
άλλοθι» της αυτοκτονίας. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να οικειοποιηθεί το
Dasein όχι τον ίδιο το θάνατο αλλά τη δυνατότητα του θανάτου, κατανοώντας πως «είναι
προς θάνατο» («Sein zum Tode»).
6. Η κατανόηση, όμως, αυτή πώς εκφράζεται; Ο Heidegger εδώ θα
χρησιμοποιήσει δυο «τεχνικούς» όρους: η κατανόηση της δυνατότητας του θανάτου
ως καθαρά προσωπικής, μη συσχετίσιμης και αναπόφευκτης δυνατότητας, η κατανόηση
δηλαδή πως το Dasein είναι «Είναι προς θάνατον» εκφράζεται με το «να σηκώσουμε
το βάρος» αυτής της δυνατότητας, να μην προσπαθήσουμε να την αποφύγουμε αλλά να
είμαστε «μέσα» σ' αυτή, να μην «τρέχουμε» αλαφιασμένοι μακριά απ' αυτή, αλλά να
«τρέχουμε προ αυτής», να τη βλέπουμε κατάφατσα, να «τρέχουμε μπροστά μέσα στη
δυνατότητα», «vorlaufen in die Möglichkeit». Προ-τρέχοντας μέσα στη
δυνατότητα, σίγουρα βέβαια δεν την πραγματοποιούμε, όπως είπαμε, μιας και, αν
την πραγματοποιήσουμε την αίρουμε ως δυνατότητα, αλλά κατανοούμε πως το Da-μας,
η εμπειρική δηλαδή ύπαρξη μας, δεν είναι κάτι αυτονόητο και «άπαξ δια παντός» δεδομένο·
κατανοούμε πως «οι άλλοι» σε τίποτα δεν μπορούν να «βοηθήσουν» στο να
αποφευχθεί αυτή η δυνατότητα. Τότε αυτό το «προλαβαίνειν τη δυνατότητα» (11), ο
πρώτος τεχνικός όρος, επαναφέρει την αγωνία, αγωνία μπροστά στο Μηδέν, όπου
ανακαλύπτουμε «μέσα στη φωτεινή της νύχτα» (12) πως το Da-sein μας είναι ον και
όχι Τίποτα.
7. Απ-ελευθερωμένο το Da-sein από τους «άλλους», τον man, όντας πια ο
εαυτός του, βρίσκεται σε μια «Ελευθερία προς θάνατον» (Freiheit zum Tode).
Η ελευθερία αυτή (ο άλλος «τεχνικός» όρος) σε τι έγκειται; Όπως μας
βεβαιώνει ο ίδιος ο Heidegger είναι:
α. παθιασμένη,
β. απαλλαγμένη από τις ψευδαισθήσεις (Illusionen) των «άλλων»,
γ. γεγονική (faktisch, μτφ. Γ. Τζαβάρα),
δ. βέβαιη για τον εαυτό της,
ε. αγωνιώδης.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε, είναι πως ο Heidegger μιλά για «ελευθερία
προς θάνατο» (zum Tode) και
«Είναι προς θάνατο» (zum Tode)· εφόσον
το Dasein «είναι προς θάνατο» και η κατανόηση αυτού του πιο δικού του Είναι
αποτελεί στοιχείο αυθεντικότητας, τότε «ελευθερία προς θάνατο» σημαίνει
απ-ελευθέρωση από την αναυθεντικότητα και, μ' αυτή την οπτική γωνία, η
ελευθερία προς θάνατο είναι αρχικά ταυτόσημη με:
α. απ-ελευθέρωση από τον man
β. κατανόηση πως «είναι προς θάνατο»
γ. οικειοποίηση-υποδοχή-κατάφαση αυτής της δυνατότητας της.
Έτσι εξηγούνται οι χαρακτηρισμοί (β), (δ)· η απαλλαγή από τον «man» και η βεβαιότητα για τις
πιο δικές μου δυνατότητες είναι οι όροι της ελευθερίας μου, ελευθερίας που
αποκτιέται με την αποδοχή της δυνατότητας του θανάτου. Κατά πόσο οι
χαϊντεγγεριανές αυτές θέσεις απηχούν νιτσεϊκά μοτίβα, κατά πόσο η
χαϊντεγγεριανή «ελευθερία προς θάνατο» μπορεί να συνδεθεί ή, έστω, απλά να
θυμίσει τον amor fati του Nietzsche, όπως υποστηρίζει και ο Γεωργούλης (13),
είναι κάτι που απαιτεί διεξοδική μελέτη και δεν μπορεί να εξετασθεί σ' αυτή την
εργασία.
8. Όμως, η ελευθερία προς θάνατο δεν εξαντλείται μόνο στην απ-ελευθέρωση
από τον man και την άδραξη του Εαυτού· ο Heidegger, χαρακτηρίζοντας την
συγχρόνως παθιασμένη και αγωνιώδη προχωρά σε εντοπισμό περισσότερων στοιχείων
που τα αποδίδει σ' αυτή· η ελευθερία προς θάνατο, όντας απ-ελευθέρωση και
επαν-οικειοποίηση του πιο δικού της Είναι, ξεφεύγει από το στάδιο της μέριμνας
για τους άλλους και για τα καθημερινά προβλήματα και γίνεται καθαρή μέριμνα για
τον ίδιο τον εαυτό της (... bringt [das Dasein] vor die Möglichkeit... es selbst zu sein... «Sein und Zeit» § 53) και, κατ' επέκταση,
νοιώθοντας όλο το βάρος της, κατανοώντας α) πως κανείς δεν μπορεί δεν μπορεί να
τη στηρίξει και β) το μηδέν που απορρέει από την ίδια την ύπαρξη ως δυνατότητα
για εξαφάνιση κάθε δυνατότητας (... vor dem Nichts der möglichen Unmöglichkeit seiner Existenz, ό.π.), τότε αγωνιά α] μπροστά στο Μηδέν, β] μπροστά
στον ίδιο της τον εαυτό, που όλες της πια τις δυνατότητες πρέπει να αναπτύξει,
ώστε να είναι πραγματικά αυθεντική ύπαρξη· η ελευθερία προς θάνατο είναι λοιπόν
αγωνιώδης, αφού δεν είναι επανάπαυση αλλά διαρκής προσπάθεια για παραμονή στην
αυθεντικότητα, γεγονική (14), σαν λογική συνέπεια του παραπάνω, αφού δεν «φεύγει»
από τον κόσμο αλλά δρα μέσα σ' αυτόν και παθιασμένη γιατί: α] βρίσκεται σε μια
θυμική διάθεση, τη διάθεση της αγωνίας, μιας και «κάθε κατανόηση βρίσκεται σε
κάποια διάθεση» (15) και η ελευθερία προς θάνατο έχει κατανοήσει πως «είναι
προς θάνατο», β] για να είναι γνήσια ελευθερία προς θάνατο, πρέπει να μην
μετριάζει τη δυνατότητα του θανάτου με «ψευτοπαρηγοριές» της αναυθεντικότητας
αλλά έμπρακτα «να παραμένει σ' αυτή την απειλή» (16) και «να καλλιεργεί την
αοριστία της βεβαιότητας» (εννοεί του θανάτου) κάτι που πρακτικά σημαίνει πως «μέτρο
εκτίμησης των σχεδιαζόμενων δυνατοτήτων είναι ο θάνατος. Μόνο, δηλαδή, οι
αποφάσεις που παίρνει το άτομο, χωρίς να υποχωρεί στο φόβο του θανάτου, αξίζει
να χαρακτηριστούν "γνήσιες"» (17), όπως παρατηρεί ο Γεωργούλης,
κατατάσσοντας τις Χαϊντεγγεριανές αυτές θέσεις στον «καταστροφικό ηρωισμό», αφήνοντας
έμμεσα να υπονοηθεί πως δεν είναι άμοιρες των μετέπειτα πολιτικών του θέσεων,
κάτι που έχει υποστηριχθεί και από άλλους, όπως π.χ. τον Κουν Χέλμουτ (18).
9. θάνατος λοιπόν δεν είναι μόνο η «βασιλική οδός» προς την
αυθεντικότητα,είναι συγχρόνως και μέτρο στάθμισης της. Η παραδοχή της
δυνατότητας του θανάτου θα καθορίσει τελικά την «αυθεντική» ύπαρξη· όχι όμως
απλά η παραδοχή, γιατί τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να μετατραπεί η ελευθερία προς
θάνατο σε μια παθητική, μοιρολατρική αποδοχή-ενατένιση του θανάτου
ανατολικο-σοπεναουερικής υφής ή να μετατραπεί σε αναζήτηση του με την
αυτοχειρία αν γινόταν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο τότε η ύπαρξη δεν θα
πετύχαινε ποτέ την αυθεντικότητα, γιατί απλά δεν θα πραγμάτωνε τις δυνατότητες
της, δυνατότητες που πραγματώνει όταν «προλαβαίνει τη δυνατότητα», δρώντας,
γνωρίζοντας τη δυνατότητα του θανάτου.
10. Η προβληματική τελικά
του Heidegger για το θάνατο ξεκινά από την έννοια της αυθεντικότητας.
Συνοπτικά, το σχήμα που φαίνεται να ακολουθεί είναι:
α. Αυθεντική ύπαρξη είναι εκείνη και μόνο εκείνη που οικειοποιείται τον
εαυτό της.
β. Για να ισχύει το [α] απαιτείται να ξεφύγει από τη «δικτατορία» (19) του
man, που την κρατά στην αναυθεντικότητα.
γ. Προσκόλληση στην αναυθεντικότητα σημαίνει πως παραγνωρίζεται η γνήσια
μέριμνα και προωθούνται η βιομέριμνα και η ανθρωπομέριμνα.
δ. Γνήσια μέριμνα σημαίνει πως μεριμνώ για το πιο δικό μου Είναι,
ε. Στο πιο δικό μου Είναι ανήκει η δυνατότητα του θανάτου, δυνατότητα
που αφορά μόνο εμένα, που είναι καθαρά προσωπική μου υπόθεση.
στ. 'Οντας αυτή η δυνατότητα η πιο προσωπική μου, τότε αν την κατανοήσω
ως δυνατότητα, έπεται πως κάνω στροφή στον εαυτό μου και συντελείται ένα
σημαντικό «ταρακούνημα» που αφυπνίζει την ύπαρξη μου από την αναυθεντικότητα.
ζ. Ο κίνδυνος που μπορεί να εμποδίσει αυτή την αφύπνιση είναι οι απόψεις
που η αναυθεντικότητα, μέσω του man, έχει καλλιεργήσει· πως ο θάνατος π.χ.
είναι κάτι μακρινό και όλα τα άλλα που παραπάνω αναφέρθηκαν. η. Οικειοποιούμενη
η ύπαρξη τη δυνατότητα του Θανάτου, νοιώθει το θάνατο όχι ως ένα τέρμα αλλά ως
μια κατάσταση που απλά ακόμα δεν συντελέστηκε, ένα «όχι-ακόμα».
θ. Η παραδοχή αυτής της δυνατότητας δεν πρέπει (20) να την τρομάξει,
αλλά να την ωθήσει στη γνήσια μέριμνα, τη μέριμνα δηλαδή για την ίδια της την
ύπαρξη, υπό το πρίσμα του θανάτου, που στέκει πιο πάνω από την ύπαρξη, ως
εκκρεμές.
ι- Μέσα στη δυνατότητα του θανάτου δηλαδή η ύπαρξη νοηματοδοτείται
αδράχνοντας τον ίδιο της τον εαυτό και δρα πια υπό το πρίσμα αυτής της
δυνατότητας.
ια. Τι είναι, όμως, αυτό που την κάνει να αφυπνιστεί; Ή μήπως τελικά
αυτή η «αφύπνιση» είναι απλά ένα θεωρητικό σχήμα;
ιβ. Ο ίδιος ο Heidegger γράφει πως «το ότι ένα
αυθεντικό-δύνασθαι-ολόκληρον Είναι του Dasein είναι οντολογικά δυνατό, δεν
σημαίνει τίποτε, όσο δεν έχει δειχθεί το αντίστοιχο οντικό-δύνασθαι-Είναι με
βάση το ίδιο το Dasein»· και για να εξηγήσει το ερώτημα του (ία) μιλά για την «κλήση
της συνείδησης» που εγκαλεί από την αναυθεντικότητα στην αυθεντικότητα, όρος
που πολλοί τον θεωρούν εγκατάλειψη της φαινομενολογίας και παραχώρηση στο
μυστικισμό.
ιγ. Και τι σημαίνει τελικά γνήσια μέριμνα; Ποιο είναι το κύριο, το
συστατικό της χαρακτηριστικό; Αφού τελικά ο θάνατος λειτουργεί δυναμικά και η
ελευθερία προς θάνατο είναι «παθιασμένη», τότε, αφού κύριο προσδιοριστικό του
πάθους είθισται να νοείται η ένταση, η προοπτική του θανάτου ωθεί την ύπαρξη σε
έντονη δραστηριότητα, κάτι που θυμίζει αμυδρά την κιρκεγκωριανή προτροπή: «να
ζεις την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία».
ιδ. Τι είναι τελικά ο θάνατος; Τι συμβαίνει μετά απ' αυτόν; Στα
ερωτήματα βέβαια αυτά η υπαρξιακή αναλυτική Όχι μόνο δεν απαντά, ούτε καν τα
θέτει. Τον Βιτγκενσταϊνικό αφορισμό του Tractatus «το θάνατο δεν τον ζούμε», «ο
θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής», ίσως τον προσυπέγραψε και ο Heidegger.
ιε. Σε τι έγκειται τότε η «θανατολογία» του Heidegger; Αφού δεν μιλά για
το θάνατο και για το επέκεινα αυτού, αφού ο όρος «αθανασία ψυχής» (21) είναι
άγνωστος στην Υπαρξιακή Αναλυτική, τότε γιατί π.χ. ο Ebeling (22) θεωρεί το
τμήμα του «Sein und Zeit» για το θάνατο ως αφετηρία του
νεότερου φιλοσοφικού στοχασμού και σε συλλογή σχετικά με το θάνατο, που έχει
εκδώσει, το παραθέτει αυτούσιο;
ιστ. Ο Heidegger δεν μιλά για το θάνατο (23)· μιλά για τη δυνατότητα του
θανάτου και το πώς αυτή μπορεί να συντελέσει στην ολοκλήρωση του Dasein (24),
τραβώντας το από την αναυθεντικότητα.
ιζ. Θίγει, ίσως, και ψυχολογικά ζητήματα, όταν αναλύει τη στάση της
αναυθεντικότητας απέναντι στο θάνατο (25). Πολλοί άλλωστε πιστεύουν πως η όποια
αξία της Υπαρξιακής Αναλυτικής δεν έγκειται στις «οντολογικές» της διερευνήσεις
αλλά στις ψυχολογικές-φαινομενολογικές της περιγραφές-αναλύσεις.
ιη. «Das Sein zum Ende muss sich in ihr halten...» «Το Είναι προς θάνατο πρέπει
να παραμείνει σ' αυτή» (εννοεί την απειλή του θανάτου). Υπάρχει τελικά στη «θανατολογία»
ή και σε ολόκληρη την Υπαρξιακή Αναλυτική κάποια υπολανθάνουσα «Ηθική»; Ο
Heidegger αρνούμενος να ψαρέψει στα «θολά νερά των αξιών και των ολοτήτων» (26)
θα το αρνιόταν κατηγορηματικά. Το ζήτημα όμως, ίσως, παραμένει ανοικτό.
ιθ. Αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε την εμμονή του Heidegger στον αυστηρά «οντολογικό-φαινομενολογικό»
χαρακτήρα της Υπαρξιακής Αναλυτικής και την επίμονη άρνηση κάθε «δεοντολογικής,
ηθικο-αξιολογικής» παραμέτρου που πολλοί αποδίδουν στο έργο του, θα πρέπει να
σκεφτούμε ως εξής:
i. To πέρασμα από την αναυθεντικότητα στην αυθεντικότητα και, κατ'
επέκταση, στην κατανόηση του Είναι-προς-θάνατο, γίνεται με την κλήση της
συνείδησης (Ruf des Gewissens).
ii. H συνείδηση φαίνεται να είναι κάτι «σκοτεινό» που υπερβαίνει το
εμπειρικό Dasein.
iii. Αυτή συνδέεται άμεσα με το Είναι.
iv. Αρα, αυτό που εγκαλεί στην αυθεντικότητα είναι το Είναι.
v. Που σημαίνει, δεν εκλέγουμε την αυθεντικότητα, αλλά αυτή μας εκλέγει.
vi. Έτσι, η Ηθική ως σύνολο δεοντολογικών κανόνων καταργείται και στη
θέση της προωθείται μια κυριαρχική Οντολογία.
vii. Και τελικά αυτή είναι η ιδιοτυπία της χαϊντεγγεριανής «θανατολογίας»·
δεν μιλά για το θάνατο, αλλά για τη δυνατότητα του θανάτου· δεν μιλά για το «μετά»
αλλά για το «πριν»· και όταν όλα δείχνουν πως ετοιμάζεται να γίνει μια «ηθική
του θανάτου», ηθική δηλαδή που συνδέεται με μια στάση απέναντι στο θάνατο αλλά
και στη ζωή sub specie mortis, τότε ομολογείται πως το Είναι-προς-θάνατο
παραμένει μια φανταστική απαίτηση, απλά οντολογικά δυνατή (Sein und Zeit ό.π.,
σ. 266). Και τότε, ίσως, το μότο (1) που παραθέτουμε, γίνεται εξαιρετικά
εύγλωττο...
1. «Υπαρξιακή Αναλυτική» είναι το τμήμα εκείνο του Sein und Zeit (Είναι
και Χρόνος), όπου ο Heidegger αναλύει το Da-sein, την ανθρώπινη δηλαδή ύπαρξη.
Η Υπαρξιακή Αναλυτική καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του Είναι και Χρόνος, είναι
ο βασικός λόγος που συνετέλεσε στο να θεωρηθεί ο Heidegger «υπαρξιστής», κάτι
που ο ίδιος το αρνιόταν κατηγορηματικά, τονίζοντας πως την ανθρώπινη ύπαρξη την
ανέλυσε «συμπτωματικά», μιας και είναι το Da του Sein και αυτός ενδιαφέρεται
γι' αυτό (το Sein, το Είναι).
2. Eigentlichkeit - Uneigentlichkeit: αυθεντικός στα γερμανικά σημαίνει:
αυτός που έχει ιδιοποιηθεί τον ίδιο του τον εαυτό (eigen).
3. Γι' αυτό ο Husserl τον είχε κατηγορήσει για επιστροφή στον «ψυχολογισμό»,
αυτό τον «επάρατο» εχθρό της Φαινομενολογίας. Ο Sartre πάλι, υποστήριζε πως η
διάκριση αυθεντικό-αναυθεντικό κρύβει ή προϋποθέτει αξιολογικές παραμέτρους,
στο βαθμό που διακρίνεται μια «υπεροχή» της αυθεντικότητας έναντι της
αναυθεντικότητας. Ο Heidegger επέμενε στον «περιγραφικό-φαινομενολογικό» χαρακτήρα
της ανάλυσης του, αρνούμενος κάθε ηθική-δεοντολογική παράμετρο· ο Heidegger δεν
θα παρότρυνε το πέρασμα από τη μια μορφή ύπαρξης στην άλλη, μιας και, όπως
παρακάτω αναφέρουμε, αυτό το «πέρασμα» γίνεται μέσω διαδικασιών «σκοτεινών» όπως
π.χ. η κλήση της συνείδησης. Αυτό πάλι που καθορίζει το αν θα υπάρξει ή όχι
αυτή η κλήση είναι το Είναι· άρα, κάθε πέρασμα από τη μια μορφή ύπαρξης στην
άλλη, κάθε απόφαση του Dasein, είναι απόκριση στο κάλεσμα του Είναι. To Da-sein
είναι το εδώ (στον κόσμο δηλαδή) του Είναι, η παρουσία του Είναι και κάθε
εξέταση του δεν μπορεί να το θεαθεί αποσπασματικά, αυτόνομα, αλλά «sub specie essere». Έτσι, ζητήματα «ελευθερίας βούλησης», «εκλογής» κ.α.
που κυριαρχούν στον «Υπαρξισμό» είναι άγνωστα για την Υπαρξιακή Αναλυτική· άλλωστε
και «η βούληση ως θέμα ενδιαφέρει μόνο την Ψυχολογία» (Wittgenstein, Tractatus σ. 423)· γι' αυτό,
νομίζουμε, η κατηγορία του Husserl για «ψυχολογισμό» δεν ευσταθεί. Απλά η
ανθρώπινη ύπαρξη ψυχρά ανιχνεύεται στα άκρατα θεμέλια της και τις έσχατες
δυνατότητες της· όσα προβάλλει η Υπαρξιακή Αναλυτική είναι «διαπιστώσεις» και «περιγραφές».
Χωρίς αμφιβολία, όμως, συναντάμε και κάποια «πρέπει»' τα «πρέπει» αυτά, κατά τη
γνώμη μας, πρέπει να θεωρηθούν λογικά και όχι αξιολογικά-ηθικά. Τότε, ίσως πει
κάποιος, ο Heidegger μιλά εξ ονόματος του Είναι; Αν σκεφτούμε πως αργότερα
(μετά το Είναι και Χρόνος) θα μιλήσει για «φρουρούς του Είναι» που είναι ο
ποιητής και ο στοχαστής ή πως «ο άνθρωπος είναι η εναρκτήρια ποίηση του Είναι,
για το οποίο ήλθαμε πολύ νωρίς» [«Wir kommen zu spät für die Götter und zu früh für das Sein; dessen angefangenes Gedicht ist der Mensch», «Aus der Erfahrung des Denkens», σ. 7]. Όπως «δε μιλά ο άνθρωπος, αλλά η γλώσσα» έτσι,
ίσως, δεν δρα ο άνθρωπος αλλά το Είναι. Ίσως να είναι κι έτσι. Μήπως, άλλωστε,
και για τον Hegel τα «πάθη» των ατόμων ήταν τίποτα άλλο από το μέσον για να
πληρωθεί ο «φόρος ύπαρξης» της ιδέας; «Die Idee bezahlt den Tribut des Daseins... nicht aus sich, sondern durch die Leidenschaften der Individuen» [«H ιδέα πληρώνει το φόρο της ύπαρξης όχι αφ'
εαυτής αλλά μέσω των παθών των ατόμων», «Philosophie der Weltgeschichte»]. Το αν η θέση αυτή, αν «τραβηχτεί
από τα μαλλιά», θα «εξηγήσει» ακόμα και το περίφημο «Das Sein ist der Führen) (που ποτέ δεν γράφτηκε
έτσι ακριβώς, αλλά λέγεται πως ειπώθηκε) είναι ζήτημα που αφορά όσους θέλουν «σώνει
και καλά» να θεωρήσουν τις πολιτικές επιλογές του Heidegger ως λογική συνέπεια
των φιλοσοφικών του απόψεων και, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Παπαγιώργης (Η
Οντολογία του Heidegger, σελ. 178) το «Είναι και Χρόνος» πως είναι το «αλφαβητάρι
του Ναζισμού». Η δική μου άποψη είναι πως οι «φιλοσοφικές» θέσεις του
Heidegger: α. Δεν έχουν τίποτα κοινό με την επίσημη ναζιστική φιλοσοφία
(βιολογισμός, ρατσισμός κ.α.). β. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα, αφού πρώτα
δεόντως διαστρεβλωθούν (όπως π.χ. και ο Nietzsche). γ. Δεν συνεπάγονται λογικά
την πολιτική τοποθέτηση του Heidegger στο Ναζιστικό κόμμα, αλλά μπορούσε να
επιβιώνει σ' αυτό χωρίς να εγκαταλείψει αυτές του τις απόψεις, κάτι που π.χ. δε
θα μπορούσε να γίνει αν προσχωρούσε στο K.P.D. δ. Οι αξιολογικές προϋποθέσεις
που υπολανθάνουν σε κάθε πολιτικό ολοκληρωτικό οργανισμό (κόμμα, κράτος)
βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την αντιαξιολογική στάση του Heidegger, που δεν
δίσταζε να την προβάλλει και εν μέσω Ναζισμού, χαρακτηρίζοντας «ανοησία» τη
φιλοσοφία του Rosenberg. Όμως, στο θέμα θα προσπαθήσουμε να επανέλθουμε
αναλυτικά σε άλλη ευκαιρία.
4. Ο όρος Dasein έχει αποδοθεί ως «παρείναι» (Μαλεβίτσης), «εδωνά-Είναι»
(Τζαβάρας), ώδε-Είναι (Κωσταράς)· όλες οι αποδόσεις του όρου έχουν το
χαρακτηριστικό πως διατηρούν το απαρέμφατο στη μετάφραση· οι λέξεις, όμως, που
τελικά δημιουργούνται, στη νεοελληνική γλώσσα είναι τελείως αδόκιμες και «τεχνητές»,
ενώ η λέξη Dasein είναι κοινή καθημερινή γερμανική λέξη που δηλώνει την
ανθρώπινη ύπαρξη. Μεταφραστικό κατόρθωμα θα ήταν η εύρεση (αν, βέβαια, υπάρχει)
μιας κοινής καθημερινής νεοελληνικής λέξης που να αποδίδει το Dasein· προς το
παρόν διατηρούμε τη γερμανική λέξη με επεξηγήσεις για τη σημασία της. Βλ.
Μαλεβίτση Χ. Η Φιλοσοφία του Heidegger, σελ. 56-7.
5. Fürsoge και Besorge· έχουν αποδοθεί ως «βιομέριμνα» και «ανθρωπομέριμνα».
6. Βλ. Sein und Zeit παρ. 26.
7. Man: αόριστη αντωνυμία, αντίστοιχη του γαλλικού «on»· δεν υπάρχει αντιστοιχία
στη γλώσσα μας, γι' αυτό και κάθε μετάφραση είναι συζητήσιμη· ο Τζαβάρας
μεταφράζει: «οι πολλοί». Ο man είναι κάτι σαν το δικό μας «ένας κάποιος», το
—ται του γ' ενικού μέσης και παθητικής φωνής: Man glaubt π.χ., πιστεύεται, on
croit κ,ο.κ.
8. Βλ. και Pascal τη θεωρία του για τη διασκέδαση· «οι άνθρωποι, για να
είναι ευτυχείς συμφώνησαν να μη σκέπτονται το θάνατο».
9. Έτσι ώστε δηλαδή να μην έχει χρόνο να ασχοληθεί.
10. Βλ. Sein und Zeit, Max Niemeyer, Verlag 1963, παρ. 52.
11. Όπως έχει αποδοθεί από το Τζαβάρα στο Είναι και Χρόνος τόμος Β', «Δωδώνη»
παρ. 53.
12. H περίφημη πρόταση από το Was ist Metaphysik: «In der hellen
Nacht des Nichts der Angst ersteht erst die ursprüngliche Offenheit des
Seiendes als eines solchen: dass es Seiend ist und nicht Nichts».
13. Βλ. Γεωργούλη Κ.Δ., «Αισθητικά και Φιλοσοφικά Μελετήματα», στο Η
φαινομενολογική Οντολογία του Martin Heidegger, σελ. 22α.
14. «γεγονότητα», Fakträtät σημαίνει: κατανόηση του εαυτού μας σαν μοιραία δεμένο με
το Είναι των όντων που συναντώνται στον κόσμο» Sein und Zeit, σ. 56.
15. Βλ. Sein und Zeit, ό.π. σελ. 265, «Alle
Verstehen ist Befindliches».
16. Ό.π.
17. Βλ. Γεωργούλη ό.π. σελ. 229
18. Βλ. και σημείωση 3
20. Πάλι το «πρέπει» που, επαναλαμβάνουμε, θα είναι περισσότερο στο
χαϊντεγγεριανό πνεύμα αν λαμβάνεται λογικά-περιγραφικά και όχι ηθικά.
21. Όπως και ο όρος «ψυχή»!
22. «Der Tod in der Moderne», Verlag Anton Hain,
Meisenheim 1979.
23. Βλ. και παραπάνω σημειώσεις.
24. «Das mögliche Ganzsein des Seins und das Sein zum Tode» είναι άλλωστε και ο τίτλος της «θανατολογίας» του.
25. Βλ. Sein und Zeit ο.π, παρ. 51 κυρίως.
26. Βλ. «Einführung in die Metaphysik» Max Niemeyer
Verlag, Tübingen, 1966, σελ. 152.